φανταστικός, -ή, -ό
φανταστικο΄, -i΄, -o΄
fantastic
φαντάστικ
Ερμηνεία:
Αυτό που κάποιος το φαντάζεται ή το οραματίζεται ή το ονειρεύεται, αυτό που δημιουργεί ή φαντασία κάποιου.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Sarah A. Kremen, Orestes E. Solis, Jill S. Shapira, Harry V. Vinters, Mario F. Mendez
Cogn Behav Neurol. Author manuscript; available in PMC 2011 July 19.
Published in final edited form as: Cogn Behav Neurol. 2010 June; 23(2): 130–134. doi: 10.1097/WNN.0b013e3181df3007
Roberto Guidetti, Laura Baraldi, Caterina Calzolai, Lorenza Pini, Paola Veronesi, Aurora Pederzoli
BMC Evol Biol. 2007; 7(Suppl 2): S13. Published online 2007 August 16. doi: 10.1186/1471-2148-7-S2-S13
Yvonne Kason, Veli J. Ylanko
Can Fam Physician. 1984 November; 30: 2379-2380, 2383.
Συνώνυμα:
fanciful, visionary
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχολογία:
|